This site uses cookies to provide you with a more responsive and personalised service. By using this site you agree to our use of cookies. Please read our PRIVACY POLICY for more information on the cookies we use and how to delete or block them.
  • ΣΥΝΟΨΗ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΔΙΑΥΛΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΟΔΟΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ (ΟΔΗΓΙΑ 2019/1937)
Article:

ΣΥΝΟΨΗ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΔΙΑΥΛΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΟΔΟΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ (ΟΔΗΓΙΑ 2019/1937)

17 Φεβρουαρίου 2022

Χριστίνα Καλογεροπούλου, Δικηγόρος, Επικεφαλής Νομικού Τμήματος
Στέφανος Χατζηδέλης, Δικηγόρος

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΟΔΗΓΙΑ2019/1937 - «ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 23ης Οκτωβρίου 2019 σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης» (η «Οδηγία»)

Πολύ συχνά οι εργαζόμενοι, μέτοχοι ή διοικητικά πρόσωπα στο πλαίσιο της σχέσης τους με μια νομική οντότητα, αποκτούν πληροφορίες σχετικά με παραβιάσεις του ευρωπαϊκού δικαίου που τελούνται από τις εν λόγω νομικές οντότητες. Ο φόβος, ωστόσο, των δυσμενών επιπτώσεων που θα έχει μια τέτοια καταγγελία, συμβάλλει καθοριστικά στην αποσιώπησή τους. Τον Οκτώβριο όμως του 2019, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσαν την Οδηγία 2019/1937 (η Οδηγία) η οποία θεσπίζει το πλαίσιο δημιουργίας διαύλων αναφοράς καθώς και προστασίας των προσώπων που καταγγέλλουν παραβιάσεις του ευρωπαϊκού δικαίου (αναφερόντων).

Η καταληκτική προθεσμία για την ενσωμάτωση της Οδηγίας ήταν στις 17η Δεκεμβρίου 2021. Κατ’ εξαίρεση, αναφορικά με τις νομικές οντότητες ιδιωτικού τομέα που απασχολούν από 50 έως 249 εργαζόμενους, τα κράτη-μέλη μπορούν να εκδώσουν τις απαραίτητες νομοθετικές και άλλες διοικητικές πράξεις για τη συμμόρφωσή τους με την Οδηγία έως τις 17 Δεκεμβρίου 2023.

 

Β. ΚΑΘ’ ΥΛΗΝ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Η Οδηγία εφαρμόζεται σε:

(α) παραβιάσεις που αφορούν τους ακόλουθους τομείς:

(i) δημόσιες συμβάσεις,

(ii) χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, προϊόντα και αγορές και πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας,

(iii) ασφάλεια των προϊόντων και συμμόρφωση,

(iv) ασφάλεια των μεταφορών,

(v) προστασία του περιβάλλοντος,

(vi) προστασία από την ακτινοβολία και πυρηνική ασφάλεια,

(vii) ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών, υγεία και καλή μεταχείριση των ζώων,

(viii) δημόσια υγεία,

(ix) προστασία των καταναλωτών,

(x) προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ασφάλεια των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών,

(β) παραβιάσεις που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, και

(γ) παραβιάσεις σχετιζόμενες με την εσωτερική αγορά.

Τα κράτη-μέλη μπορούν να θεσπίσουν ακόμη αυστηρότερο πλαίσιο, προσθέτοντας κι άλλες παραβάσεις στις οποίες θα εφαρμόζεται η προστασία της Οδηγίας.

Η Οδηγία δεν εφαρμόζεται σε θέματα για τα οποία προβλέπονται ειδικές διατάξεις προστασίας των αναφερόντων, καθώς και σε τομείς που δεν άπτονται της αρμοδιότητας της Ένωσης, όπως: το δικηγορικό και ιατρικό απόρρητο, η προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών, το απόρρητο των δικαστικών διασκέψεων και τους κανόνες ποινικής δικονομίας.

Προκαλεί ενδιαφέρον ότι η Οδηγία αντιμετωπίζει ρητά την αναφορά παραβιάσεων ως άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης, αφήνοντας το ενδεχόμενο να θεσπιστούν τυχόν ειδικότερες διαδικασίες για την άσκηση και προστασία του εν λόγω δικαιώματος, ενώ προβλέπει ότι θα πρέπει να υφίστανται ειδικές εθνικές διατάξεις για την προστασία αναφερόντων που αποκαλύπτουν πληροφορίες απευθείας στον Τύπο.

 

Γ. ΠΟΙΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ Η ΟΔΗΓΙΑ

Η Οδηγία εφαρμόζεται σε αναφέροντες που έχουν οποιαδήποτε από τις κάτωθι περιγραφόμενες σχέσεις με την αναφερόμενη νομική οντότητα:

(i) εργαζόμενοι (ορισμένου ή αορίστου χρόνου),

(ii) πρώην εργαζόμενοι ή υποψήφιοι για εργασία,

(iii) μέτοχοι, διευθυντές, εκτελεστικά ή μη μέλη της διοίκησης του επιχείρησης καθώς και εθελοντές και αμειβόμενοι ή μη ασκούμενοι,

(iv) μη μισθωτοί (συμπεριλαμβανομένων των συμβούλων, προμηθευτών κ.α.),

(v) πρόσωπα που εργάζονται υπό την εποπτεία και τις οδηγίες αναδόχων, υπεργολάβων και προμηθευτών,

(vi) διαμεσολαβητές,

(vii) τρίτα πρόσωπα, όπως συγγενείς, και συνάδελφοι των ανωτέρω, που θα μπορούσαν να υποστούν αντίποινα σε εργασιακό πλαίσιο και

(viii) νομικές οντότητες που ανήκουν στους ανωτέρω ή για τις οποίες εργάζονται ή συνδέονται με άλλο τρόπο με εργασιακή σχέση.

 

Δ. ΠΟΙΟΥΣ ΑΦΟΡΑ Η ΟΔΗΓΙΑ

Η Οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου, ενώ η ύπαρξη διαύλων επικοινωνίας είναι υποχρεωτική σε νομικές οντότητες ιδιωτικού τομέα με περισσότερους από 50 εργαζόμενους. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να απαιτούν από νομικές οντότητες του ιδιωτικού τομέα με λιγότερους από 50 εργαζομένους να καθιερώσουν εσωτερικούς διαύλους και διαδικασίες αναφοράς λόγω της φύσης των δραστηριοτήτων τους που ελλοχεύουν κινδύνους ιδίως για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία.

 

Ε. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΔΙΑΥΛΟΙ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

Η Οδηγία υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να διασφαλίσουν ότι οι νομικές οντότητες του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα θα καθιερώσουν εσωτερικούς διαύλους επικοινωνίας και διαδικασίες για εσωτερική αναφορά και παρακολούθηση, ώστε να μπορούν οι εργαζόμενοι να αναφέρουν πληροφορίες σχετικά με παραβιάσεις.

Ύψιστη προτεραιότητα για την αμερόληπτη λειτουργία των εσωτερικών διαύλων αναφοράς συνιστά η διατήρηση  της εμπιστευτικότητας της ταυτότητας του καταγγέλλοντος και κάθε τρίτου που κατονομάζεται στην αναφορά, καθώς και ο ορισμός ενός αμερόληπτου, εμπιστευτικού και ανεξάρτητου προσώπου ή υπηρεσίας για την παρακολούθηση της υποβαλλόμενης αναφοράς. Το εν λόγω πρόσωπο ή υπηρεσία μπορεί να είναι το ίδιο με εκείνο που θα παραλάβει την αναφορά και θα διατηρήσει επικοινωνία με τον αναφέροντα ή, για ακόμη μεγαλύτερη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας και της αμεροληψίας, μπορεί να είναι ένα τρίτο πρόσωπο. Την ευθύνη για την διασφάλιση αυτής της εμπιστευτικής και αμερόληπτης διαδικασίας φέρει κάθε υπόχρεη για καθιέρωση εσωτερικών διαύλων επικοινωνίας οντότητα.

Οι αναφορές μπορούν να υποβληθούν γραπτώς, π.χ. μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος, πλατφόρμας, ή, προφορικώς, π.χ. μέσω τηλεφώνου, συστημάτων φωνητικών μηνυμάτων, ή και με τους δύο τρόπους. Η Οδηγία παρέχει, επιπλέον, τη δυνατότητα προσωπικής συνάντησης με το αρμόδιο πρόσωπο για την εξέταση των αναφορών, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου προσώπου.

Η νομική οντότητα ή το τρίτο πρόσωπο που έχει αναλάβει τον χειρισμό στης αναφοράς οφείλει να κοινοποιήσει στον αναφέροντα την παραλαβή της αναφοράς εντός 7 ημερών από την ημέρα παραλαβής και να του παρέχει σχετική ενημέρωση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, που δεν ξεπερνά τους 3 μήνες από την βεβαίωση παραλαβής της αναφοράς.

 

ΣΤ. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΙ ΔΙΑΥΛΟΙ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

Παρότι η χρήση των εσωτερικών διαύλων αναφοράς αποτελεί τον κανόνα, αυτοί δυστυχώς ενέχουν τον κίνδυνο της αμελούς και καθυστερημένης παρακολούθησης των υποβαλλόμενων αναφορών, αλλά και της αίσθησης ανασφάλειας ως προς την τήρηση της απαιτούμενης εμπιστευτικότητας και αμεροληψίας. Για τον λόγο αυτόν, τα κράτη-μέλη υποχρεούνται να συγκροτήσουν ανεξάρτητους και αυτόνομους εξωτερικούς διαύλους αναφοράς, για την παραλαβή και τη διαχείριση των πληροφοριών σχετικά με παραβιάσεις. Η διαχείριση των εξωτερικών διαύλων αναφοράς ανατίθεται σε εθνικές αρμόδιες αρχές από το κάθε κράτος-μέλος. Υπογραμμίζεται, ότι οι οντότητες που τελούν την παραβίαση δεν έχουν καμία εμπλοκή στην ως άνω διαδικασία υποβολής, παραλαβής και διαχείρισης των αναφορών.

Εφαρμόζονται και εδώ αναλογικά οι διατάξεις για την προστασία των καταγγελλόντων και των αναφερομένων, καθώς και οι διατάξεις που διασφαλίζουν την εμπιστευτικότητα και την αμεροληψία της διαδικασίας από την αρχή μέχρι το τέλος της.

 

Ζ. ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ

Στην περίπτωση που ο αναφέρων υπέβαλε πρώτα αναφορά εσωτερικά και εξωτερικά, ή κατευθείαν εξωτερικά, αλλά δεν αναλαμβάνεται καμία ενδεδειγμένη ενέργεια ως ανταπόκριση στην αναφορά αυτή εντός του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος και, παράλληλα, ο αναφέρων πιστεύει βάσιμα ότι η παραβίαση μπορεί να συνιστά άμεσο ή έκδηλο κίνδυνο για το δημόσιο συμφέρον ή, σε περίπτωση εξωτερικής αναφοράς, υπάρχει κίνδυνος αντιποίνων ή υπάρχει μικρή προοπτική να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά η παραβίαση μέσω των διαύλων αναφοράς λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, τότε ο αναφέρων δικαιούται να προβεί σε δημόσια αποκάλυψη σχετικά με τις παραβιάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας. Αυτό συνεπάγεται την δυνατότητα του αναφέροντος να αναφέρει μία παραβίαση στον Τύπο ή τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, χωρίς να στερείται την προστασία που του παρέχει η Οδηγία (πχ. απαγόρευση αντιποίνων).

Η παρούσα πρόβλεψη δεν τυγχάνει εφαρμογής, όπου η εκάστοτε εθνική νομοθεσία ρυθμίζει το αντίστοιχο προστατευτικό πλαίσιο με βάση το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης και της πληροφόρησης.

 

Η. ΤΗΡΗΣΗ ΑΡΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Η Οδηγία θεσπίζει επίσης την υποχρέωση τήρησης αρχείου για κάθε αναφορά που λαμβάνουν οι νομικές οντότητες ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, τα δε αρχεία πρέπει να τηρούνται για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο και αναλογικό για την υλοποίηση των απαιτήσεων που επιβάλλονται από το εθνικό ή ευρωπαϊκό δίκαιο.

Προβλέπονται δε συγκεκριμένες υποχρεώσεις που αφορούν στην διαδικασία υποβολής αναφοράς, όπως:

(α) η καταγραφή της συνομιλίας σε σταθερή και ανακτήσιμη μορφή,

(β) η πλήρης και ακριβή μεταγραφή της συνομιλίας ή σύνταξη πρακτικού συνάντησης, και

(γ) η παροχή δυνατότητας επαλήθευσης, διόρθωσης και συμφωνίας με τα πρακτικά συνομιλίας. 

Η εξασφάλιση της εμπιστευτικότητας είναι βασική προτεραιότητα της Οδηγίας, και οι νομικές οντότητες οφείλουν να μην αποκαλύπτουν την ταυτότητα του αναφέροντος και οποιαδήποτε σχετική πληροφορία, παρά μόνο εφόσον η αποκάλυψη αυτή συνιστά αναγκαία και αναλογική υποχρέωση του εθνικού ή ευρωπαϊκού δικαίου. 

 

Θ. ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

Η Οδηγία εγγυάται την προστασία της ανωνυμίας του αναφέροντος, εκτός αν αυτός παρέχει ρητά την συγκατάθεσή του για την αποκάλυψη του ονόματός του ή τέτοια αποκάλυψη κρίνεται αναγκαία και αναλογική από το εθνικό ή ευρωπαϊκό δίκαιο, στο πλαίσιο ερευνών των εθνικών αρχών ή δικαστικών διαδικασιών, με σκοπό, μεταξύ άλλων τη διασφάλιση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του αναφερομένου.

Μόνο τα πρόσωπα που χειρίζονται τον δίαυλο αναφοράς μπορούν να γνωρίζουν το όνομα του αναφέροντος.

Ένα επιπρόσθετο μέτρο προστασίας αποτελεί η απαλλαγή του αναφέροντος από κάθε ευθύνη που τυχόν είχε για την παραβίαση περιορισμών που αφορούν την αποκάλυψη πληροφοριών και η οποία παραβίαση έγινε κατά τη διαδικασία αναφοράς ή δημόσιας αποκάλυψης πληροφοριών, εφόσον πίστευε βάσιμα ότι η αναφορά ή δημόσια αποκάλυψη ήταν αναγκαία για να αποκαλυφθεί παραβίαση σύμφωνα με την Οδηγία.

Παρομοίως, η Οδηγία προβλέπει την απαλλαγή από την ευθύνη απόκτησης ή πρόσβασης πληροφοριών που αναφέρονται ή αποκαλύπτονται δημόσια, εφόσον η εν λόγω απόκτηση ή πρόσβαση δεν συνιστά αυτοτελώς ποινικό αδίκημα.

Επιπλέον, οι αναφέροντες, καθώς και οι συγγενείς τους, προστατεύονται έναντι κάθε μορφής αντιποίνων από τον αναφερόμενο, όπως ενδεικτικά η απόλυση ή αναστολή εργασίας, η στέρηση προαγωγής ή κατάρτισης, η αρνητική αξιολόγηση επίδοσης, η μείωση μισθού, ο εκφοβισμός και η παρενόχληση, η μη ανανέωση ή πρόωρη διακοπή σύμβασης ορισμένου χρόνου. Ο αναφερόμενος φέρει το βάρος απόδειξης ότι οποιαδήποτε από τις πράξεις αυτές δεν έχουν καμία σχέση με την αναφορά ή τη δημόσια αποκάλυψη.

Κάθε κράτος-μέλος πρέπει να διασφαλίζει ότι οι αναφέροντες έχουν πρόσβαση σε δικαστική αρωγή, νομικές συμβουλές ακόμα και ψυχολογική υποστήριξη.

Επίσης, το κράτος-μέλος οφείλει να διασφαλίζει την παροχή εύκολης και δωρεάν πρόσβασης σε πλήρεις και ανεξάρτητες πληροφορίες και συμβουλές σχετικά με τις διαδικασίες και τα μέσα έννομης προστασίας έναντι αντιποίνων.

 

Ι. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΕΣΦΑΛΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΩΝ

Δεδομένου ότι η εκτεταμένη χρήση των διαύλων αναφοράς μπορεί πολλές φορές να αποβεί καταχρηστική και κακόβουλη, τα κράτη-μέλη υποχρεούνται, προς αποτροπή αυτής της τακτικής, να θεσπίσουν τα κατάλληλα μέτρα με τα οποία θα επιβάλλονται αναλογικά ποινές για τις περιπτώσεις που κάποιο φυσικό πρόσωπο προβαίνει δολίως σε εν γνώση του εσφαλμένη αναφορά.

Εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια κάθε κράτους-μέλους η επιβολή ή όχι της υποχρέωσης στις οντότητες που έχουν την έδρα τους στην χώρα αυτή, να δέχονται ή όχι ανώνυμες καταγγελίες. Σε κάθε περίπτωση, αν μετά από μία ανώνυμη καταγγελία αποκαλυφθεί με κάποιο τρόπο το όνομα του αναφέροντος, τότε εφαρμόζεται και πάλι το προστατευτικό νομοθετικό πλαίσιο που παρέχει η Οδηγία.

 

Κ. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

Από την Οδηγία δεν λείπουν, όμως, και οι διατάξεις που προβλέπουν την προστασία των αναφερομένων. Ο αναφερόμενος εξοπλίζεται με το τεκμήριο της αθωότητας, ενώ, παράλληλα έχει δικαίωμα πρόσβασης στονσχηματισθέντα φάκελο και δικαίωμα υπεράσπισης στο πλαίσιομίας δίκαιης και αμερόληπτης δίκης. Σε κάθε περίπτωση, η προστασία της ταυτότητάς του διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια εξέτασης της αναφοράς. Ο αναφερόμενος πρέπει να ενημερώνεται αμέσως για την υποβληθείσα αναφορά, καθώς και για τα δικαιώματα του σχετικά με την προστασία των προσωπικών του δεδομένων. Εάν κρίνεται, ωστόσο, ότι η εν λόγω ενημέρωση θα είναι επιζήμια για την έρευνα (πχ. ο αναφερόμενος μπορεί να καταστρέψει καθοριστικά για την έρευνα αποδεικτικά στοιχεία ή να επηρεάζει με αθέμιτο τρόπο την έρευνα), τότε τα κράτη-μέλη έχουν την διακριτική ευχέρεια να προβλέψουν κάποιες εξαιρέσεις ως προς την άμεση αυτή ενημέρωση, στο μέτρο πάντα του απολύτως αναγκαίου για την προστασία της έρευνας. Η καθυστερημένη αυτή ενημέρωση δεν συνεπάγεται, όμως, σε καμία περίπτωση τυχόν έκπτωση από τα ανωτέρω δικαιώματά του.

 

ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΣΑΣ ΒΟΗΘΗΣΟΥΜΕ;

Η BDO Greece έχει την απαραίτητη τεχνογνωσία ώστε να σας βοηθήσει στη:

(1) σύνταξη και τακτική αναθεώρηση, όταν είναι απαραίτητο, της πολιτικής αναφοράς σύμφωνα με την Οδηγία,

(2) σύνταξη πρότυπου εντύπου αναφοράς σε ελληνικά και αγγλικά,

(3) προετοιμασία και διαχείριση του εσωτερικού διαύλου αναφοράς, είτε μέσω τηλεφωνικής γραμμής (voicemessage), είτε μέσω ειδικής ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, είτε μέσω ειδικής πλατφόρμας,

(4) λήψη και επεξεργασία της αναφοράς, μετάφρασή της στα ελληνικά ή στα αγγλικά, εφόσον απαιτείται και συμπλήρωση του εντύπου αναφοράς.